- μαλλιαρισμός
- ο мальяризм (крайний димотикизм)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαλλιαρισμός — ο 1. παλαιότερη, σκωπτική ονομασία τών λογίων που χρησιμοποιούσαν τη δημοτική γλώσσα με ακρότητες και υπερβολές, καθώς και το κίνημα για τη χρησιμοποίηση και την επιβολή τής δημοτικής σε όλες τις εκφράσεις τής ζωής 2. οι γλωσσικές ακρότητες τής… … Dictionary of Greek
μαλλιαρισμός — ο η χρήση ακραίας δημοτικής γλώσσας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαλλιαροσύνη — η [μαλλιαρός] 1. η ιδιότητα τού μαλλιαρού 2. μαλλιαρισμός 3. το σύνολο τών μαλλιαρών, τών οπαδών τής ακραίας δημοτικής … Dictionary of Greek
ψυχαρισμός — ο η γλωσσική διδασκαλία του Γιάννη Ψυχάρη, ο άκρος δημοτικισμός, ο μαλλιαρισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)